- επιβράχυνση
- ητο να καθίσταται βραχύτερο κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιβραχυντικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην επιβράχυνση … Dictionary of Greek
πιεζομετρία — Η μελέτη της συμπεριφοράς των στερεών και των υγρών όταν υποβάλλονται σε πίεση. Είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι τόσο στα στερεά όσο και στα υγρά, η συστολή, που προκαλείται με τη συμπίεση, είναι τόσο μικρή ώστε σε πολλές πρακτικές εφαρμογές… … Dictionary of Greek